τιάρα

τιάρα
η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, -ου, και ιων. τ. τιήρης, -εω, ὁ, Α
1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα τής κεφαλής, σύμβολο θεών και τής βασιλικής εξουσίας
2. κάλυμμα τής κεφαλής τών Περσών στρατιωτών
νεοελλ.
ημικυλινδρικό διάδημα που φορούν ως κόσμημα τής κεφαλής οι γυναίκες
νεοελλ.-μσν.
η μίτρα τών παπών τής Ρώμης και τών ιεραρχών τής αγγλικανικής Εκκλησίας
μσν.
κουκούλα μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, κατά μία άποψη φρυγικής. Τη λ. δανίστηκε η Λατινική, πρβλ. tiara].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιάρα — τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara fem nom/voc/acc dual τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc nom/voc/acc dual τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc voc sg (attic) τιά̱ρᾱ , τιάρα tiara masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρᾳ — τιά̱ρᾱͅ , τιάρα tiara fem dat sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱͅ , τιάρα tiara masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρα — η 1. κάλυμμα κεφαλιού των αρχαίων Περσών. 2. η μίτρα που φορούν οι πάπες της Ρώμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιᾶραι — τιάρα tiara fem nom/voc pl τιάρα tiara masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρην — τιάρα tiara masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρης — τιάρα tiara masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιήρῃ — τιάρα tiara masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιάρας — τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara fem gen sg (attic doric aeolic) τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc acc pl τιά̱ρᾱς , τιάρα tiara masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тиара — др. русск. цслав. тиара τιάρα (уже в Изборн. Святосл. 1073 г.). Из греч. τιάρα, отчасти через лат. tiāra; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 201 и сл …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • τιαραφόρος — και τιαρηφόρος και τιαροφόρος, ον, ΜΑ αυτός που φορεί τιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”